- ἐμπύῳ
- ἔμπυοςsuffering from an abscessmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπυώ — (I) ἐμπυῶ ( έω) σχηματίζω πύον, ομπυάζω. (II) ( όω) (AM ἐμπυῶ) (συνήθ. το μέσ.) εμπυούμαι ( όομαι) προκαλώ εμπύηση, μεταβάλλω σε πύον … Dictionary of Greek